top of page

«Κοσμοκαλόγερος» ή «Άγιος των γραμμάτων»:όλοι ξέρουμε για ποιον μιλάμε, σωστά;

«Μεταξύ όλων των επαγγελμάτων, εις όλον το γένος, περνά εξόχως το επάγγελμα της θρησκείας, καθώς και το του πατριωτισμού»

                                                                            Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Ο Παπαδιαμάντης, για πολλούς ίσως ο σπουδαιότερος Έλληνας διηγηματογράφος –«η κορυφή των κορυφών» κατά τον Καβάφη- έχει ιδιαίτερα ταυτιστεί για ορισμένους με την, υπαρκτή, θρησκευτική του προσήλωση και αναφέρεται από κάποιους ως ο κατ’εξοχήν διηγηματογράφος… χριστουγεννιάτικων και πασχαλινών ιστοριών. Είναι προφανές, για όποιον έχει μικρή έστω γνώση του έργου και της πολιτείας του, ότι αυτή η αντίληψη τον αδικεί κατάφωρα. Είναι και ο χαρακτηρισμός «κοσμοκαλόγερος» που τον συνοδεύει που ίσως οδηγεί σε λάθος συνειρμούς, αλλά αυτός οφείλεται μάλλον στον ίδιο.

Ο Φώτης Δημητρακόπουλος στο «Λεύκωμα Παπαδιαμάντη» (Εκδόσεις ERGO), αναφέρει ότι όταν η μητέρα του, ανησυχώντας για το ότι σαν νέος ήταν γενικά μοναχικός, συχνάζοντας σε καπηλιά και εκκλησίες, του είπε «τι θα γίνεις, καλόγερος;», της απάντησε «ναι, καλόγερος του κόσμου. Κοσμοκαλόγερος».

Έπαθε κι ακόμη χειρότερα: κάποια στιγμή «μεταφράστηκε» από κάποιους στα νέα ελληνικά (!), ως να μην είναι ελληνική η γλώσσα του.

Άριστος χειριστής της λόγιας γλώσσας της εποχής του, είχε ωστόσο την μοναδικότητα να αποδίδει τους διαλόγους των ηρώων του στο ιδίωμα της καταγωγής τους ή του μορφωτικού τους επιπέδου.

Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851, γιος του Αδαμαντίου Εμμανουήλ Σκιαθίτη που ήταν ιερέας -από εκεί και το επώνυμο «Παπαδιαμάντης»: Στο πρώτο «τίτλο σπουδών» του, στο αντίστοιχο του σημερινού Δημοτικού, αναφέρεται ως Αλέξανδρος Αδαμαντιάδης.

Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο να μας «μιλήσει»: το σύντομο βιογραφικό του, που συνέταξε μετά από παράκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη αναφέρει:

 «Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α’ και Β’ τάξιν. Την Γ’ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα(έπειτα) διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ’ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας. Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».

Πολλοί λογοτέχνες, που όσο ήταν εν ζωή δεν είχαν γράψει κουβέντα για το έργο του, δημοσίευσαν εγκωμιαστικούς επικήδειους. Όσο ζούσε, κανένας εκδότης δεν είχε δεχθεί να εκδώσει σε βιβλίο τα έργα του, που δημοσιεύονταν μόνο σε εφημερίδες και περιοδικά. Ένα ή δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, ο τότε «Εκδοτικός Οίκος Φέξη», εξέδωσε μία σειρά τόμων με έργα του, “άνευ δικαιωμάτων". Η «Ακρόπολις», μέσω του Βλάση Γαβριηλίδη, παρείχε στον Παπαδιαμάντη το μοναδικό του έσοδο -250 δραχμές το μήνα τότε- για να δημοσιεύει τα έργα του. Ο Γαβριηλίδης έγραψε κάποτε, ότι ο Παπαδιαμάντης... "διαμαρτυρήθηκε" για το ποσό, διότι όπως έλεγε «υπελόγισε ότι του χρειάζονται ακριβώς τα μισά, δεν ήξευρε τι να κάμει με τα υπόλοιπα». Και, πράγματι, τη μισή του αμοιβή την έστελνε σε φτωχές οικογένειες στη Σκιάθο.

Πηγαίνοντας κάποτε στα γραφεία της «Ακροπόλεως», για να παραδώσει κάποια χριστουγεννιάτικα διηγήματα που του ζήτησαν, ο Σταμάτης Σταματίου, υπεύθυνος για την ύλη της εφημερίδας τότε, δεν τον αναγνώρισε και κρίνοντας από τα φτωχικά του ρούχα υπέθεσε ότι πρόκειται για κάποιον άπορο που πήγε για κάποιο βοήθημα. Τις πήρε, αλλά φυσικά ήθελε να παραδώσει και τα διηγήματα. Ο διάλογος όπως τον διηγείται ο ίδιος ο Σταματίου:

«-Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε; Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας. –Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται. Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε. –Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ; –Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα. –Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα. –Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!... –Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε. Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο. –Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε; –Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε. –Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων... καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς; –Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! –Ο ἴδιος; –Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος! Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!... Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!... Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!... Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι...». 

Το γεγονός είναι ότι το έργο που άφησε αυτός ο «πρίγκηψ των Ελλήνων λογογράφων» δεν έχει αποτιμηθεί όπως θα του άξιζε. Ή ίσως δεν το έχουμε ακόμα καταλάβει στον βαθμό που θα έπρεπε.

Πολύ λιγότερη αναφορά έχει γίνει στις λακωνικές παρεμβάσεις του σε κοινωνικά ζητήματα. Αλλά γι’ αυτό τις αιτίες μπορεί κανείς να τις φανταστεί νομίζω.

«Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου»

Από τις 3 Ιανουαρίου του 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν μένει πια εδώ.

 

Κώστας Αποστόλου


Το διήγημα "Φόνισσα" μπορείτε να το βρείτε στο e-shop της Agrafina στην ηλεκτρονική διεύθυνση:


13 views0 comments

Comments


bottom of page